Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
πλευρή
πλευριαῖος
πλευρικός
πλευρίτης
πλευριτικός
πλευρῖτις
πλευροειδῶς
πλευρόθεν
πλεύροθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροπριστήρ
πλευροτυπής
πλεύρωμα
Πλευρών
Πλευρώνιος
View word page
πλευρῖτις
pleurisy
ShortDef
pleurisy
Debugging
Headword:
πλευρῖτις
Headword (normalized):
πλευρῖτις
Headword (normalized/stripped):
πλευριτις
IDX:
70539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70540
Key:
Data
{'content': 'pleurisy'}