Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνείσφορος
ἀνέκαθε
ἀνέκαθεν
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνέκδυτος
ἀνεκθέρμαντος
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
ἀνεκκλησίαστος
ἀνέκκλητος
ἀνέκκλιτος
ἀνεκκόπως
View word page
ἀνεκδίκητος
unavenged

ShortDef

unavenged

Debugging

Headword:
ἀνεκδίκητος
Headword (normalized):
ἀνεκδίκητος
Headword (normalized/stripped):
ανεκδικητος
IDX:
7053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7054
Key:

Data

{'content': 'unavenged'}