Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
πλευρή
πλευριαῖος
πλευρικός
πλευρίτης
πλευριτικός
πλευρῖτις
πλευροειδῶς
πλευρόθεν
πλεύροθεν
πλευροκοπέω
πλευρόν
πλευροπριστήρ
πλευροτυπής
πλεύρωμα
Πλευρών
View word page
πλευριτικός
suffering from pleurisy

ShortDef

suffering from pleurisy

Debugging

Headword:
πλευριτικός
Headword (normalized):
πλευριτικός
Headword (normalized/stripped):
πλευριτικος
IDX:
70538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70539
Key:

Data

{'content': 'suffering from pleurisy'}