Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
πλευρή
πλευριαῖος
πλευρικός
πλευρίτης
πλευριτικός
πλευρῖτις
πλευροειδῶς
πλευρόθεν
View word page
πλεύνως
too much

ShortDef

too much

Debugging

Headword:
πλεύνως
Headword (normalized):
πλεύνως
Headword (normalized/stripped):
πλευνως
IDX:
70531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70532
Key:

Data

{'content': 'too much'}