Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
πλευρή
πλευριαῖος
View word page
πλευμάω
have disease of the lungs
ShortDef
have disease of the lungs
Debugging
Headword:
πλευμάω
Headword (normalized):
πλευμάω
Headword (normalized/stripped):
πλευμαω
IDX:
70525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70526
Key:
Data
{'content': 'have disease of the lungs'}