Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
πλευρή
View word page
πλεσώνης
priest

ShortDef

priest

Debugging

Headword:
πλεσώνης
Headword (normalized):
πλεσώνης
Headword (normalized/stripped):
πλεσωνης
IDX:
70524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70525
Key:

Data

{'content': 'priest'}