Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
πλευραί
View word page
πλεοτιμία
rise in price
ShortDef
rise in price
Debugging
Headword:
πλεοτιμία
Headword (normalized):
πλεοτιμία
Headword (normalized/stripped):
πλεοτιμια
IDX:
70523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70524
Key:
Data
{'content': 'rise in price'}