Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
πλεύνως
πλευρά
View word page
πλέος
full

ShortDef

full

Debugging

Headword:
πλέος
Headword (normalized):
πλέος
Headword (normalized/stripped):
πλεος
IDX:
70522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70523
Key:

Data

{'content': 'full'}