Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
πλεύμων
View word page
πλεονοσυλλαβέω
to be of more syllables

ShortDef

to be of more syllables

Debugging

Headword:
πλεονοσυλλαβέω
Headword (normalized):
πλεονοσυλλαβέω
Headword (normalized/stripped):
πλεονοσυλλαβεω
IDX:
70520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70521
Key:

Data

{'content': 'to be of more syllables'}