Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
πλευμώδης
View word page
πλεονοδάκτυλος
having more than the normal number of fingers

ShortDef

having more than the normal number of fingers

Debugging

Headword:
πλεονοδάκτυλος
Headword (normalized):
πλεονοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
πλεονοδακτυλος
IDX:
70519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70520
Key:

Data

{'content': 'having more than the normal number of fingers'}