Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
πλευμορρωγής
View word page
πλεονεξία
greediness, assumption, arrogance
ShortDef
greediness, assumption, arrogance
Debugging
Headword:
πλεονεξία
Headword (normalized):
πλεονεξία
Headword (normalized/stripped):
πλεονεξια
IDX:
70518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70519
Key:
Data
{'content': 'greediness, assumption, arrogance'}