Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
πλευμονώδης
View word page
πλεονεκτικός
disposed to take too much, greedy
ShortDef
disposed to take too much, greedy
Debugging
Headword:
πλεονεκτικός
Headword (normalized):
πλεονεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτικος
IDX:
70517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70518
Key:
Data
{'content': 'disposed to take too much, greedy'}