Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
πλευμονία
View word page
πλεονεκτητέος
one must take more than one's share
ShortDef
one must take more than one's share
Debugging
Headword:
πλεονεκτητέος
Headword (normalized):
πλεονεκτητέος
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτητεος
IDX:
70516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70517
Key:
Data
{'content': "one must take more than one's share"}