Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
πλεσώνης
πλευμάω
View word page
πλεονεκτητέον
one must take more than one's share

ShortDef

one must take more than one's share

Debugging

Headword:
πλεονεκτητέον
Headword (normalized):
πλεονεκτητέον
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτητεον
IDX:
70515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70516
Key:

Data

{'content': "one must take more than one's share"}