Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
πλέος
πλεοτιμία
View word page
πλεονέκτημα
an advantage, gain, privilege
ShortDef
an advantage, gain, privilege
Debugging
Headword:
πλεονέκτημα
Headword (normalized):
πλεονέκτημα
Headword (normalized/stripped):
πλεονεκτημα
IDX:
70513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70514
Key:
Data
{'content': 'an advantage, gain, privilege'}