Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
πλεονοσύλλαβος
View word page
πλεοναχός
manifold, adv. in various ways

ShortDef

manifold, adv. in various ways

Debugging

Headword:
πλεοναχός
Headword (normalized):
πλεοναχός
Headword (normalized/stripped):
πλεοναχος
IDX:
70511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70512
Key:

Data

{'content': 'manifold, adv. in various ways'}