Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
πλεονοσυλλαβέω
View word page
πλεοναχόθεν
from several sources

ShortDef

from several sources

Debugging

Headword:
πλεοναχόθεν
Headword (normalized):
πλεοναχόθεν
Headword (normalized/stripped):
πλεοναχοθεν
IDX:
70510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70511
Key:

Data

{'content': 'from several sources'}