Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
πλεονοδάκτυλος
View word page
πλεοναχῇ
from many points of view

ShortDef

from many points of view

Debugging

Headword:
πλεοναχῇ
Headword (normalized):
πλεοναχῇ
Headword (normalized/stripped):
πλεοναχη
IDX:
70509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70510
Key:

Data

{'content': 'from many points of view'}