Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
πλεονεκτικός
πλεονεξία
View word page
πλεοναστός
numerous
ShortDef
numerous
Debugging
Headword:
πλεοναστός
Headword (normalized):
πλεοναστός
Headword (normalized/stripped):
πλεοναστος
IDX:
70508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70509
Key:
Data
{'content': 'numerous'}