Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
πλεονεκτητέος
View word page
πλεονασμός
superabundance, excess

ShortDef

superabundance, excess

Debugging

Headword:
πλεονασμός
Headword (normalized):
πλεονασμός
Headword (normalized/stripped):
πλεονασμος
IDX:
70506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70507
Key:

Data

{'content': 'superabundance, excess'}