Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
πλεονέκτης
πλεονεκτητέον
View word page
πλεονασματίζω
bring a surplus into account

ShortDef

bring a surplus into account

Debugging

Headword:
πλεονασματίζω
Headword (normalized):
πλεονασματίζω
Headword (normalized/stripped):
πλεονασματιζω
IDX:
70505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70506
Key:

Data

{'content': 'bring a surplus into account'}