Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
πλεονεκτέω
πλεονέκτημα
View word page
πλεόνασις
superabundance, excess

ShortDef

superabundance, excess

Debugging

Headword:
πλεόνασις
Headword (normalized):
πλεόνασις
Headword (normalized/stripped):
πλεονασις
IDX:
70503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70504
Key:

Data

{'content': 'superabundance, excess'}