Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
πλεοναχόθεν
πλεοναχός
View word page
πλεονάζω
to be more

ShortDef

to be more

Debugging

Headword:
πλεονάζω
Headword (normalized):
πλεονάζω
Headword (normalized/stripped):
πλεοναζω
IDX:
70501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70502
Key:

Data

{'content': 'to be more'}