Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
πλεονασματίζω
πλεονασμός
πλεοναστέον
πλεοναστός
πλεοναχῇ
View word page
πλεομισθία
rise of wages
ShortDef
rise of wages
Debugging
Headword:
πλεομισθία
Headword (normalized):
πλεομισθία
Headword (normalized/stripped):
πλεομισθια
IDX:
70499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70500
Key:
Data
{'content': 'rise of wages'}