Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεισοδίαστος
ἀνείσοδος
ἀνείσπρακτος
ἀνεισφορία
ἀνείσφορος
ἀνέκαθε
ἀνέκαθεν
ἀνέκαιρεν
ἀνεκάς
ἀνεκβάλλω
ἀνέκβατος
ἀνεκβίαστος
ἀνεκδήμητος
ἀνεκδιήγητος
ἀνεκδίκητος
ἀνέκδοτος
ἀνέκδρομος
ἀνέκδυτος
ἀνεκθέρμαντος
ἀνέκθυτος
ἀνεκκαρτέρητος
View word page
ἀνέκβατος
without outlet

ShortDef

without outlet

Debugging

Headword:
ἀνέκβατος
Headword (normalized):
ἀνέκβατος
Headword (normalized/stripped):
ανεκβατος
IDX:
7049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7050
Key:

Data

{'content': 'without outlet'}