Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγραμμος
ἄγραπτος
ἀγραυλέω
ἀγραυλής
ἀγραυλία
ἄγραυλος
ἀγραφίου
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρεμών
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
View word page
ἀγρεῖφνα
a harrow, rake

ShortDef

a harrow, rake

Debugging

Headword:
ἀγρεῖφνα
Headword (normalized):
ἀγρεῖφνα
Headword (normalized/stripped):
αγρειφνα
IDX:
704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-705
Key:

Data

{'content': 'a harrow, rake'}