Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
πλεόνασμα
View word page
πλέκτρα
wicker-work
ShortDef
wicker-work
Debugging
Headword:
πλέκτρα
Headword (normalized):
πλέκτρα
Headword (normalized/stripped):
πλεκτρα
IDX:
70494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70495
Key:
Data
{'content': 'wicker-work'}