Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
πλεόνασις
View word page
πλεκτός
plaited, twisted
ShortDef
plaited, twisted
Debugging
Headword:
πλεκτός
Headword (normalized):
πλεκτός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτος
IDX:
70493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70494
Key:
Data
{'content': 'plaited, twisted'}