Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
πλεοναζόντως
πλεονάζω
πλεονάκις
View word page
πλεκτικός
of plaiting

ShortDef

of plaiting

Debugging

Headword:
πλεκτικός
Headword (normalized):
πλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πλεκτικος
IDX:
70492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70493
Key:

Data

{'content': 'of plaiting'}