Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
πλεομισθία
View word page
πλεκτανόστολος
with cordage rigged

ShortDef

with cordage rigged

Debugging

Headword:
πλεκτανόστολος
Headword (normalized):
πλεκτανόστολος
Headword (normalized/stripped):
πλεκτανοστολος
IDX:
70489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70490
Key:

Data

{'content': 'with cordage rigged'}