Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
πλεομελής
View word page
πλεκτανόομαι
to be intertwined, interlaced

ShortDef

to be intertwined, interlaced

Debugging

Headword:
πλεκτανόομαι
Headword (normalized):
πλεκτανόομαι
Headword (normalized/stripped):
πλεκτανοομαι
IDX:
70488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70489
Key:

Data

{'content': 'to be intertwined, interlaced'}