Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
πλεοέλασσον
View word page
πλεκτάνη
anything twined
ShortDef
anything twined
Debugging
Headword:
πλεκτάνη
Headword (normalized):
πλεκτάνη
Headword (normalized/stripped):
πλεκτανη
IDX:
70487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70488
Key:
Data
{'content': 'anything twined'}