Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
πλέξις
View word page
πλεκτανάομαι
to be intertwined

ShortDef

to be intertwined

Debugging

Headword:
πλεκτανάομαι
Headword (normalized):
πλεκτανάομαι
Headword (normalized/stripped):
πλεκταναομαι
IDX:
70486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70487
Key:

Data

{'content': 'to be intertwined'}