Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
πλέκω
View word page
πλέκος
wicker-work
ShortDef
wicker-work
Debugging
Headword:
πλέκος
Headword (normalized):
πλέκος
Headword (normalized/stripped):
πλεκος
IDX:
70485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70486
Key:
Data
{'content': 'wicker-work'}