Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
πλέκτρα
View word page
πλείων
more, larger

ShortDef

more, larger

Debugging

Headword:
πλείων
Headword (normalized):
πλείων
Headword (normalized/stripped):
πλειων
IDX:
70484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70485
Key:

Data

{'content': 'more, larger'}