Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
πλεκτός
View word page
πλειών
a full period, a year

ShortDef

a full period, a year

Debugging

Headword:
πλειών
Headword (normalized):
πλειών
Headword (normalized/stripped):
πλειων
IDX:
70483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70484
Key:

Data

{'content': 'a full period, a year'}