Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
πλεκτικός
View word page
πλειστοφόρος
bearing most
ShortDef
bearing most
Debugging
Headword:
πλειστοφόρος
Headword (normalized):
πλειστοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοφορος
IDX:
70482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70483
Key:
Data
{'content': 'bearing most'}