Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
πλεκτανώδης
πλεκτή
View word page
πλειστοτόκος
bringing forth most offspring

ShortDef

bringing forth most offspring

Debugging

Headword:
πλειστοτόκος
Headword (normalized):
πλειστοτόκος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοτοκος
IDX:
70481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70482
Key:

Data

{'content': 'bringing forth most offspring'}