Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
πλεκτανόομαι
πλεκτανόστολος
View word page
πλεῖστος
most, largest
ShortDef
most, largest
Debugging
Headword:
πλεῖστος
Headword (normalized):
πλεῖστος
Headword (normalized/stripped):
πλειστος
IDX:
70479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70480
Key:
Data
{'content': 'most, largest'}