Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
πλεκτανάομαι
πλεκτάνη
View word page
πλειστόμβροτος
crowded with people

ShortDef

crowded with people

Debugging

Headword:
πλειστόμβροτος
Headword (normalized):
πλειστόμβροτος
Headword (normalized/stripped):
πλειστομβροτος
IDX:
70477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70478
Key:

Data

{'content': 'crowded with people'}