Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
πλέκος
View word page
πλειστολόγως
in various ways

ShortDef

in various ways

Debugging

Headword:
πλειστολόγως
Headword (normalized):
πλειστολόγως
Headword (normalized/stripped):
πλειστολογως
IDX:
70475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70476
Key:

Data

{'content': 'in various ways'}