Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
πλείων
View word page
πλειστοδυναμέω
to be dominant, prevail

ShortDef

to be dominant, prevail

Debugging

Headword:
πλειστοδυναμέω
Headword (normalized):
πλειστοδυναμέω
Headword (normalized/stripped):
πλειστοδυναμεω
IDX:
70474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70475
Key:

Data

{'content': 'to be dominant, prevail'}