Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
πλειών
View word page
πλειστογονέω
produce many at a birth

ShortDef

produce many at a birth

Debugging

Headword:
πλειστογονέω
Headword (normalized):
πλειστογονέω
Headword (normalized/stripped):
πλειστογονεω
IDX:
70473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70474
Key:

Data

{'content': 'produce many at a birth'}