Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
πλεῖστος
Πλειστός
πλειστοτόκος
πλειστοφόρος
View word page
πλειστοβόλος
throwing the most

ShortDef

throwing the most

Debugging

Headword:
πλειστοβόλος
Headword (normalized):
πλειστοβόλος
Headword (normalized/stripped):
πλειστοβολος
IDX:
70472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70473
Key:

Data

{'content': 'throwing the most'}