Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
πλειστονίκης
View word page
πλειστηρίζομαι
to count as principal author
ShortDef
to count as principal author
Debugging
Headword:
πλειστηρίζομαι
Headword (normalized):
πλειστηρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πλειστηριζομαι
IDX:
70468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70469
Key:
Data
{'content': 'to count as principal author'}