Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
πλειστολόχεια
πλειστόμβροτος
View word page
πλειστηριάζω
raise the price

ShortDef

raise the price

Debugging

Headword:
πλειστηριάζω
Headword (normalized):
πλειστηριάζω
Headword (normalized/stripped):
πλειστηριαζω
IDX:
70467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70468
Key:

Data

{'content': 'raise the price'}