Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
πλειστοδυναμέω
πλειστολόγως
View word page
πλεισταχόθεν
from most
ShortDef
from most
Debugging
Headword:
πλεισταχόθεν
Headword (normalized):
πλεισταχόθεν
Headword (normalized/stripped):
πλεισταχοθεν
IDX:
70465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70466
Key:
Data
{'content': 'from most'}