Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
πλειστογονέω
View word page
πλειστάκις
mostly, most often, very often
ShortDef
mostly, most often, very often
Debugging
Headword:
πλειστάκις
Headword (normalized):
πλειστάκις
Headword (normalized/stripped):
πλειστακις
IDX:
70463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70464
Key:
Data
{'content': 'mostly, most often, very often'}