Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
πλειστοβολίνδα
πλειστόβολος
πλειστοβόλος
View word page
Πλεισθενίδης
son of Plisthenes

ShortDef

son of Plisthenes

Debugging

Headword:
Πλεισθενίδης
Headword (normalized):
πλεισθενίδης
Headword (normalized/stripped):
πλεισθενιδης
IDX:
70462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70463
Key:

Data

{'content': 'son of Plisthenes'}