Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πλεθριαῖος
πλεθρίζω
πλέθριον
πλέθρισμα
πλέθρον
Πλειάδες
πλειονάζω
πλειονομοιρέω
πλειονότης
πλειονοψηφία
πλειοποιός
πλειότης
Πλεισθένης
Πλεισθενίδης
πλειστάκις
πλείσταρχος
πλεισταχόθεν
πλειστήρης
πλειστηριάζω
πλειστηρίζομαι
πλειστοβολέω
View word page
πλειοποιός
creating plurality

ShortDef

creating plurality

Debugging

Headword:
πλειοποιός
Headword (normalized):
πλειοποιός
Headword (normalized/stripped):
πλειοποιος
IDX:
70459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70460
Key:

Data

{'content': 'creating plurality'}